Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πατερναλιστικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με τον πατερναλισμό που αποβλέπει στον απόλυτο έλεγχο διεκδικήσεων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’