Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πεποίθηση
- απόδοση: βεβαιότητα για κάτι θεωρούμενο σωστό / γνώμη ή άποψη που εκφράζεται με σταθερότητα / εμπιστοσύνη προς εαυτόν προς άτομο ή σύνολο ατόμων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’