Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκφραστικός
- απόδοση: που δύναται να εκφράσει αισθήματα με επιτυχή τρόπο / που χρησιμοποιείται για να εκφράσει άτομο ή ομάδα
- αντίθετο: ανέκφραστος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’