Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποβασταζόμενος
- απόδοση: ο υποστηριζόμενος / που βοηθείται από άλλο άτομο προκειμένου να σταθεί όρθιος ή να βαδίσει
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’