Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντεπίθεση
- απόδοση: επίθεση έναντι δεχθείσας επίθεσης από άτομο ή ομάδα κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μετά την κριτική που εδέχθη πέρασε στην αντεπίθεση