Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιρρίνεο
- απόδοση: έκαστο εκ των δύο σημείων σκελετού φακών αντηλιακών ή ιατρικών που επικάθεται στη μύτη διοπτροφόρου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τα επιρρίνεα χρειάζονται προσαρμογή διότι προκλήθηκε τραυματισμός της μύτης