Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιωνόβιος
- απόδοση: που είναι εκατό ετών / που ζει πολλά χρόνια
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κρίνεται σκόπιμη η στήριξη των πρανών & αιωνόβιων δένδρων του παρακείμενου άλσους των εκ της πλήρους αδιαφορίας μας πασχόντων