Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εύθικτος
- απόδοση: που προσβάλλεται που θίγεται με ευκολία από την συμπεριφορά των άλλων / ο ευαίσθητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’