Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παλέτα
- απόδοση: πλάκα από λεπτό ξύλο επί της οποίας ο ζωγράφος εναποθέτει αναμειγνύοντας τα χρώματα / η χρωματική κλίμακα ζωγράφου που χρησιμοποιεί σε έργο του
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’