Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παλετοφόρο
- απόδοση: ειδικά διαμορφωμένο όχημα προοριζόμενο για την μετακίνηση παλετών που φέρουν εμπορεύματα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι βραχίονες του περονοφόρου εισχώρησαν στην παλέτα την οποία ανύψωσαν με εντυπωσιακή άνεση παρά το φέρον επ΄ αυτής φορτίο