Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πόρνη
- απόδοση: που κατ΄ επάγγελμα προσφέρει το κορμί της για την σεξουαλική ικανοποίηση ανδρών
- συγγενές: ιερόδουλη / πουτάνα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’