Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκπόρνευση
- απόδοση: εξώθηση στην πορνεία / ευτελισμός ηθικών αξιών προκειμένου να επιτευχθεί ιδιοτελής σκοπός
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’