Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προστατευτικός
- απόδοση: που προσφέρεται για προστασία / που περιβάλλει άτομο ή άτομα με υπερβολική φροντίδα / που εκδηλώνει διάθεση προστασίας προς κάτι
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’