Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδιατίμητος
- απόδοση: ο μη διατιμημένος / που δεν έχει υπολογισθεί η αξία του / που δεν έχει ορισθεί η τιμή αγοράς ή πώλησης
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’