Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάτρητος
- απόδοση: που φέρει τρύπες στην επιφάνειά του από κατασκευής από φθορά ή από τραύματα / που παρουσιάζει κενά κατά την λογική αλληλουχία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’