Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προορισμός
- απόδοση: ο εκ των προτέρων προσδιορισμός πορείας για την εξέλιξη ή κατάληξη ατόμου ή καταστάσεως / η λαμβανόμενη κατεύθυνση / το τελικό σημείο ακολουθούμενης πορείας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ξεκίνησε για ένα ταξείδι χωρίς προορισμό
√ απόδοση: χωρίς στόχευση
οι Σπέτσες υπήρξαν ανέκαθεν τουριστικός προορισμός των Αθηναίων αστών
√ απόδοση: το τελικό σημείο πορείας με σκοπό συνήθως την αναψυχή
προβληματίζεται για τον προορισμό του ανθρώπου επί της γης
το πλοίο αναχώρησε για τον προορισμό του μετά ημίωρη καθυστέρηση