Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διατάραξη
- απόδοση: το αποτέλεσμα του διαταράσσω ήτοι η πρόκληση μη ομαλής καταστάσεως σε κάτι το κινούμενο ή που λειτουργεί κανονικά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’