Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνύπαρξη
- απόδοση: η ταυτόχρονη ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων ατόμων στοιχείων αξιών ή καταστάσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίωξή τους η ειρηνική συνύπαρξη μετά την απίστευτη σύγκρουση που προέκυψε κατά το παρελθόν