Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνείδηση
- απόδοση: η άμεση αντίληψη που έχει ο καθείς για τις ψυχικές του ενέργειες / η κατάσταση που βρίσκεται το άτομο έχοντας πλήρη λειτουργία των αισθήσεων & διαύγεια πνεύματος / η σαφής γνώση που έχει το άτομο για τον εαυτό του & για τον περιβάλλοντα κόσμο / η γνώση που έχει το άτομο να διακρίνει το καλό από το κακό από ηθικής απόψεως / το συναίσθημα καθήκοντος που εκφράζεται έμπρακτα / η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα σύνολο / το σύνολο των πεποιθήσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι ήσυχος με τη λ του πιστεύοντας ότι εξετέλεσε το καθήκον του ως γονέας
η όλη κατάσταση του βαραίνει την λ
συνεπής υπάλληλος με ανεπτυγμένη επαγγελματική συνείδηση
το εύκολο χρήμα του διέφθειρε την λ