Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντικαθεστωτικός
- απόδοση: ο αντίθετος με το ισχύον καθεστώς οργανωμένης ομάδος & επιδιώκων την ανατροπή αυτού
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’