Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμμορία
- απόδοση: ομάδα κακοποιών στοιχείων που δρα ασκώντας βία ή που επιδιώκει να ενεργεί άνομα & ανήθικα προκειμένου να επιτύχει σκοπό προς ωφέλεια των μελών της
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’