Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στυγνός
- απόδοση: ο χαρακτηριζόμενος από έλλειψη αισθημάτων / ο ωμός / ο σκυθρωπός / ο αγέλαστος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’