Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λειτούργημα
- απόδοση: κάθε επαγγελματική δραστηριότητα που προσφέρει σοβαρή κοινωνική προσφορά ή διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άσκησε την ιατρική ως λειτούργημα & όχι για βιοποριστικούς λόγους
ως δικαστής προσφέρει επί σειρά ετών κοινωνικό λειτούργημα