Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευνούχος
- απόδοση: αρσενικός με κατεστραμμένους όρχεις κατά την προεφηβική ηλικία / οι ευνουχισμένοι άντρες που υπηρετούσαν ως φύλακες σε χαρέμια αλλοτινών εποχών / προκειμένου για άτομο στερούμενο δυναμισμού
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’