Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επεισοδιακός
- απόδοση: γεγονός κατά την διάρκεια του οποίου προκλήθηκαν επεισόδια / που προκαλεί αίσθηση & εντυπώσεις
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’