Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανοργασμικός
- απόδοση: που δεν φθάνει σε κορύφωση σεξουαλικής ηδονής / που δεν ανέρχεται σε οργασμό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’