Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενδημικός
- απόδοση: προκειμένου για νόσο λοιμώδη η εμφανιζόμενη σε ορισμένο τόπο απασχολώντας περιορισμένο αριθμό εκ των κατοίκων αυτού / προκειμένου για φυτό ή ζώο αναπτυσσόμενο σε ορισμένο τόπο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’