Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συκοφάντης
- απόδοση: που ενεργεί διαδίδοντας αναληθείς κατηγορίες εις βάρος ατόμου ή συνόλου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε ένας κοινός συκοφάντης