Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απρόσωπος
- απόδοση: που δεν τον διακρίνει κάτι το ιδιαίτερο / που είναι όμοιος με άλλον / ο στερούμενος προσωπικότητος / που δεν εκφράζει πρωτοτυπία / που δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο / που δεν υφίσταται ως πρόσωπο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’