Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ζων
- απόδοση: που ζει / που υπάρχει
- γένη: -ών -ώσα -ών
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει φορτηγό διασκευασμένο για μεταφορά ζώντων ζώων
επιβιώνει λ τη βοηθεία φίλων
έχει τόσο κρύο που δεν κυκλοφορεί έξω ψυχή ζώσα
η συμπαθέστατη αυτή κυρία έχει εντός της ζώσα πίστη
μελετά κάθε ζώντα οργανισμό
ο μοναχός Ιγνάτιος είναι λ άγιος
πλάσματα ζώντα ομαδικώς
προτιμότερο αντί από τηλεφώνου να τα πούμε δια ζώσης
στο ταβερνείο που επιλέξαμε απολαύσαμε ιδιαίτερο φαγητό & ζώσα μουσική
τα στερνά του βιώνει ζώσα σιωπή
τον στηρίζει η ζώσα ελπίδα