Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερμηνεία
- απόδοση: εύρεση στοιχείων για κάτι άγνωστο ή δυσνόητο / εξήγηση με ανάλυση νοήματος / μετάφραση με σχολιασμό ή όχι του νοήματος / απόδοση ρόλου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαμαρτυρήθηκε για αυθαίρετη λ του νόμου
δόθηκαν κατά καιρούς ερμηνείες ανάλογες των αναγκών
προέκυψε λ που εξυπηρετεί τις απόψεις ερμηνευτών
το πόνημά του αποτελεί αποδεκτή λ των Γραφών