Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έργο
- απόδοση: ανθρώπινη δραστηριότητα που απαιτεί καταβολή σωματικής ή πνευματικής εργασίας
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί πασιφανώς λ βιτρίνας
εργολήπτης έργων κοινής ωφελείας
η εκδοθείσα ποιητική συλλογή αυτή αποτελεί λ ζωής
ο Όμηρος μας κληροδότησε επικό λ
όταν το επιτρέπουν τα οικονομικά του συλλέγει έργα τέχνης
πρόκειται για λ που άφησε εποχή
προκηρύχθηκε διαγωνισμός για σειρά αντιπλημμυρικών έργων
το μετρό αποτελεί λ κορυφαίας σημασίας διευκόλυνε δε τη ζωή αφάνταστα
ως συνθέτης μας άφησε ογκωδέστατο μουσικό λ