Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στρατολόγηση
- απόδοση: συγκέντρωση ατόμων προκειμένου να συγκροτηθεί στρατός ή ένοπλη ομάδα / συγκέντρωση οπαδών προκειμένου να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητα οργανωμένου συνόλου ιδεολογικής πολιτικής ή θρησκευτικής φύσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’