Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εργασία
- απόδοση: κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που στοχεύει στην επίτευξη αποτελέσματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένεται να υπογραφεί η νέα συλλογική σύμβαση εργασίας
απασχολείται σε λ νυκτερινή > εποχική > ημερήσια
δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στο χώρο εργασίας
ζήτησε να του αντικαταστήσουν τη φόρμα εργασίας
κατέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας
παρατηρείται προσφορά εργασίας
πρόκειται για λ χειρός εξαιρετικής ποιότητος
συνδυάζει πνευματική & χειρωνακτική λ
ταλαιπωρείται από αφύσικο φόρτο εργασίας
το ανθρώπινο γένος δια της εργασίας διαφοροποιήθηκε από τα λοιπά πλάσματα της φύσεως & δημιούργησε πολιτισμό
το προσωπικό προχώρησε σε επίσχεση εργασίας
φροντίζει να αποκτήσει άδεια εργασίας
εργασία…
λ επιμελημένη & άκρως προσεγμένη
λ που χαρακτηρίζεται από προχειρότητα
λ σπανίου ποιότητος