Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παταγώδης
- απόδοση: ο προκαλών πάταγο / το έντονα αρνητικό αποτέλεσμα ή αρνητική εντύπωση για κάτι
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’