Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεπικουρούμενος
- απόδοση: βοηθούμενος / υποστηριζόμενος από άλλο ή άλλα πρόσωπα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι αστυνομικές δυνάμεις εξόντωσαν τον αποδράσαντα κακοποιό συνεπικουρούμενες από επίλεκτους του στρατού