Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσφορία
- απόδοση: στενοχώρια / δυσάρεστο αίσθημα πίεσης ή πνιγμού οφειλόμενο σε αποπνικτική ατμόσφαιρα ή ανωμαλία της λειτουργίας οργάνων / δυσάρεστο συναίσθημα προκαλούμενο από ενοχλητική κατάσταση την οποία αδυνατούμε να ανεχθούμε
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’