Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναπάντητος
- απόδοση: που δεν επιθυμεί ή δεν δύναται κάποιος να απαντήσει σε κάτι / προκειμένου για κάτι που δεν το έχουν απαντήσει
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το γραπτό αίτημα που υπέβαλε παραμένει αναπάντητο