Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ειδυλλιακός
- απόδοση: που έχει την ήρεμη ομορφιά την περιγραφόμενη στα ειδύλλια
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν είναι & τόσο ειδυλλιακή