Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άστατος
- απόδοση: που διαρκώς μεταβάλλεται / ο ευμετάβλητος / που διαφοροποιεί γνώμη & συναισθήματα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’