Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οργασμός
- απόδοση: η κορύφωση σεξουαλικής ηδονής / η περίοδος γονιμότητος των θηλυκών / έντονη δραστηριότητα σε κάποιο τομέα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’