Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αθάνατος
- απόδοση: του οποίου η ύπαρξη είναι αιώνια / που έχει απεριόριστη διάρκεια αντοχής στο χρόνο / που έχει ζωή αρκετών αιώνων / που διατηρεί την αξία στην αιωνιότητα / το μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’