Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στρατηγείο
- απόδοση: έδρα διοικητή μεγάλης στρατιωτικής μονάδος & των επιτελών αυτού / έδρα ηγετικού πυρήνα ενός οργανωμένου συνόλου όπου καταρτίζεται & ακολούθως συντονίζεται κάθε δραστηριότητα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’