Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απολαβή
- απόδοση: κέρδος ή ωφέλεια από κάποια δραστηριότητα / ο μισθός
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ουδέποτε ανέφερε ποίες οι απολαβές του από την εμπορική δραστηριότητα