Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιδειξιομανία
- απόδοση: νοσηρή ψυχική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων προβάλλει δια της γυμνότητος τα γεννητικά του όργανα / η επιδίωξη αυτοπροβολής προς δημιουργία εντυπώσεων σε τρίτους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’