Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεωρητικός - 2
- απόδοση: ο στηριζόμενος σε αφηρημένη σκέψη & όχι σε εμπειρία / ο υποστηρικτής θεωρίας / ο ασχολούμενος με την θεωρία τέχνης ή επιστήμης
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’