Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαγόρευση
- απόδοση: διαταγή που εμποδίζει ή δεν επιτρέπει να γίνει κάτι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει πιθανότητα απαγόρευσης εξόδου από την χώρα
από πρωίας υφίσταται λ κυκλοφορίας
διατάχθηκε λ συγκεντρώσεων
ισχύει λ κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών
το λιμεναρχείο διέταξε λ απόπλου των επιβατικών πλοίων