Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξία
- απόδοση: θετική ιδιότητα ατόμου ή πράγματος που αναγνωρίζεται ως κάτι το καλό & ωφέλιμο / η παρουσιάζουσα σπουδαιότητα / η οικονομική αποδοτικότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίδεται σε αγοραπωλησία κινητών αξιών
ζητήθηκε η καταβολή άυλης αξίας
η εμπορική λ προσεγγίζει την αντικειμενική λόγω ελλείψεως ενδιαφέροντος
τελευταία καταναλώνει τρόφιμα αμφιβόλου θρεπτικής αξίας