Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμπαθών
- απόδοση: χαρακτηρισμός για άτομο αποδεχόμενο ιδεολογία που δεν είναι όμως τυπικός οπαδός αυτής
- γένη: -ών -ούσα -ούν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’