Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμπάθεια
- απόδοση: θετική συναισθηματική στάση έναντι ατόμου ή καταστάσεως η εκφραζόμενη χωρίς την ένταση της αγάπης / συναισθηματική έλξη που προκαλεί έως ερωτικό ενδιαφέρον / συναίσθημα που εκφράζεται με συμπάσχουσα διάθεση σε πρόβλημα ατόμου ή συνόλου
- αντίθετο: αντιπάθεια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’